ἀνέορτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέορτος:''' -ον ([[ἑορτή]]), αυτός που δεν έχει [[εορτή]], με γεν., <i>ἀν. ἱερῶν</i>, [[χωρίς]] [[μερίδιο]], [[χωρίς]] [[συμμετοχή]] στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνέορτος:''' -ον ([[ἑορτή]]), αυτός που δεν έχει [[εορτή]], με γεν., <i>ἀν. ἱερῶν</i>, [[χωρίς]] [[μερίδιο]], [[χωρίς]] [[συμμετοχή]] στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέορτος:''' непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέορτος Medium diacritics: ἀνέορτος Low diacritics: ανέορτος Capitals: ΑΝΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: anéortos Transliteration B: aneortos Transliteration C: aneortos Beta Code: a)ne/ortos

English (LSJ)

ον,

   A without festival, Alciphr.3.49; ἑορταί ἀ. festivals unkept, D.H.8.25, but, impious festivals, Ph.2.320: c. gen., ἀ. ἱερῶν without share in festal rites, E.El.310.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄθυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέορτος: -ον, ὁ ἄνευ ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: μετὰ γεν., ἀνέορτος ἱρῶν, ἀμέτοχος ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fête :
1 non fêté;
2 exclu des fêtes ; en gén. exclu de, gén..
Étymologie: ἀ, ἑορτή.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que no participa en una fiesta ἀ. ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη E.El.310.
2 de celebraciones no festivo πάντα de una boda, Alciphr.3.13.3, cf. Gr.Naz.M.36.13A
no acompañado de diversiones ἑορταί D.H.8.25, cf. Ph.2.320.

Greek Monolingual

ἀνέορτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν συμμετέχει σε εορταστικές εκδηλώσεις.

Greek Monotonic

ἀνέορτος: -ον (ἑορτή), αυτός που δεν έχει εορτή, με γεν., ἀν. ἱερῶν, χωρίς μερίδιο, χωρίς συμμετοχή στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέορτος: непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях.