ἀνέορτος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνέορτος:''' -ον ([[ἑορτή]]), αυτός που δεν έχει [[εορτή]], με γεν., <i>ἀν. ἱερῶν</i>, [[χωρίς]] [[μερίδιο]], [[χωρίς]] [[συμμετοχή]] στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνέορτος:''' -ον ([[ἑορτή]]), αυτός που δεν έχει [[εορτή]], με γεν., <i>ἀν. ἱερῶν</i>, [[χωρίς]] [[μερίδιο]], [[χωρίς]] [[συμμετοχή]] στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνέορτος:''' непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without festival, Alciphr.3.49; ἑορταί ἀ. festivals unkept, D.H.8.25, but, impious festivals, Ph.2.320: c. gen., ἀ. ἱερῶν without share in festal rites, E.El.310.
German (Pape)
[Seite 224] ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄθυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέορτος: -ον, ὁ ἄνευ ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: μετὰ γεν., ἀνέορτος ἱρῶν, ἀμέτοχος ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fête :
1 non fêté;
2 exclu des fêtes ; en gén. exclu de, gén..
Étymologie: ἀ, ἑορτή.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. que no participa en una fiesta ἀ. ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη E.El.310.
2 de celebraciones no festivo πάντα de una boda, Alciphr.3.13.3, cf. Gr.Naz.M.36.13A
•no acompañado de diversiones ἑορταί D.H.8.25, cf. Ph.2.320.
Greek Monolingual
ἀνέορτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν συμμετέχει σε εορταστικές εκδηλώσεις.
Greek Monotonic
ἀνέορτος: -ον (ἑορτή), αυτός που δεν έχει εορτή, με γεν., ἀν. ἱερῶν, χωρίς μερίδιο, χωρίς συμμετοχή στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέορτος: непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях.