ἐπιείκελος: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιείκελος:''' -ον, = [[εἴκελος]], όμοιος, [[παρεμφερής]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἐπιείκελος:''' -ον, = [[εἴκελος]], όμοιος, [[παρεμφερής]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιείκελος:''' очень похожий, подобный (ἀθανάτοισιν Hom.; θεοῖς Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = εἴκελος, like, τινί, the masc. freq. in Hom. (esp. in Il.), but only in phrases ἐ. ἀθανάτοισιν, θεοῖς ἐ., Il.1.[265], 4.394, Od.24.36, etc.; so θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα Hes.Th.968.
German (Pape)
[Seite 940] = simpl., ähnlich, Il. 1, 265 u. öfter, wie bei Hes. Th. 968 in der Vrbdg ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν u. θεοῖς ἐπιείκελος. – Bei Opp. Cyn. 2, 167 ἐπείκελος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait semblable à, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἴκελος.
English (Autenrieth)
(ϝείκελος): like to; θεοῖς, άθανάτοισιν, Α 2, Il. 9.485.
Greek Monolingual
ἐπιείκελος, -ον (Α)
ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῑς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)].
Greek Monotonic
ἐπιείκελος: -ον, = εἴκελος, όμοιος, παρεμφερής, τινι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιείκελος: очень похожий, подобный (ἀθανάτοισιν Hom.; θεοῖς Hes.).