δυσπαράθελκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπαράθελκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται. | |mltxt=[[δυσπαράθελκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπαράθελκτος:''' с трудом унимающийся, безутешный (παθόντος οἶτοι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to assuage, A.Supp.386 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu besänftigen, οἶκτοι Aesch. Suppl. 381.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαράθελκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, δυσπαραμύθητος, οἶκτος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à émouvoir par des caresses.
Étymologie: δυσ-, παραθέλγω.
Spanish (DGE)
-ον
insensible (κότος) δ. παθόντος οἴκτοις A.Supp.386.
Greek Monolingual
δυσπαράθελκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαράθελκτος: с трудом унимающийся, безутешный (παθόντος οἶτοι Aesch.).