Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυτευτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠτευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.
|lsmtext='''φῠτευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτευτός:''' [adj. verb. к [[φυτεύω]] взращенный; τὸ φυτευτὸν [[γένος]] Plat. мир растений.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτός Medium diacritics: φυτευτός Low diacritics: φυτευτός Capitals: ΦΥΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: phyteutós Transliteration B: phyteutos Transliteration C: fyteftos Beta Code: futeuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A planted, πᾶν τὸ φ. Pl.R.510a.

German (Pape)

[Seite 1319] adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεφυτευμένος, φυτευθείς, παραχθείς, Πλάτ. Πολ. 510Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
planté.
Étymologie: φυτεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτευτός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή
νεοελλ.
αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν
με φυτευτό τρόπο, με φύτευση.

Greek Monotonic

φῠτευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φῠτευτός: [adj. verb. к φυτεύω взращенный; τὸ φυτευτὸν γένος Plat. мир растений.