ὑφήσσων: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφήσσων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, κάπως [[κατώτερος]] ή [[μικρότερος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὑφήσσων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, κάπως [[κατώτερος]] ή [[μικρότερος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφήσσων:''' 2, gen. ονος несколько меньший Hes.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφήσσων Medium diacritics: ὑφήσσων Low diacritics: υφήσσων Capitals: ΥΦΗΣΣΩΝ
Transliteration A: hyphḗssōn Transliteration B: hyphēssōn Transliteration C: yfisson Beta Code: u(fh/sswn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of lesser stature, Hes.Sc.258.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφήσσων: -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ ἀνάστημα, ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν ὑφήσσων Ἄτροπος οὔτι πέλειν μεγάλη θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, ἔνθα ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ ὑφήσσων καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν ἐσφαλμένως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu plus petit.
Étymologie: ὑπό, ἥσσων.

Greek Monolingual

ὑφήσσον, Α
ο κάπως πιο κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»].

Greek Monotonic

ὑφήσσων: -ον, γεν. -ονος, κάπως κατώτερος ή μικρότερος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφήσσων: 2, gen. ονος несколько меньший Hes.