ἐπάϊστος: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάϊστος:''' -ον (ἐπαΐω), [[ακουστός]], [[φανερός]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπάϊστος:''' -ον (ἐπαΐω), [[ακουστός]], [[φανερός]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάϊστος:''' ставший известным, обнаруженный: ὡς ἐ. ἐγένετο [[τοῦτο]] ἐργασμένος Her. когда стало известно, что это сделал он. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἐπαϊω)
A heard of, detected, usu. c. part., ἐ. ἐγένετο ἐργασμένος Hdt.2.119; ἐ. ἐγένετο προδιδούς Id.8.128, cf. 6.74; ἐ. ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω Id.3.15, cf. 7.146; perceived, Ant.Lib.34.4. Adv. -τως Onat. ap. Stob.1.1.39 (dub.).
German (Pape)
[Seite 896] gehört, ruchbar; ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; ἐπεί τε ἐπάϊστος ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάϊστος: -ον, (ἐπαΐω), φανερός, μετὰ μετοχ., ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· ἐπάϊστος ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· οὕτως ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ μετοχή.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
notoire, connu : ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασάμενος HDT il fut connu de notoriété publique pour avoir fait.
Étymologie: ἐπαΐω.
Greek Monolingual
ἐπάιστος, -ον (Α) επαΐω
1. φανερός, ξακουστός
2. αντιληπτός.
Greek Monotonic
ἐπάϊστος: -ον (ἐπαΐω), ακουστός, φανερός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάϊστος: ставший известным, обнаруженный: ὡς ἐ. ἐγένετο τοῦτο ἐργασμένος Her. когда стало известно, что это сделал он.