σπαραγμός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπᾰραγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόσχιση]], κατασπάραγμα, βίαιη [[απόσπαση]], [[κομμάτιασμα]], [[ξέσκισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπασμωδικό [[τίναγμα]], [[σπασμός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''σπᾰραγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόσχιση]], κατασπάραγμα, βίαιη [[απόσπαση]], [[κομμάτιασμα]], [[ξέσκισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπασμωδικό [[τίναγμα]], [[σπασμός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰραγμός:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);<br /><b class="num">2)</b> судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαραγμός Medium diacritics: σπαραγμός Low diacritics: σπαραγμός Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: sparagmós Transliteration B: sparagmos Transliteration C: sparagmos Beta Code: sparagmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tearing, rending, mangling, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς E.Hec.656 (lyr.); σ. Βακχῶν by them, Id.Ba.735; but sparagmoi\ xai/tas, xrwto/s, etc., rending of them, Id.Ph.1525 (lyr.), Tr.453 (troch.), cf. Phld.Piet.87, etc.    II convulsion, spasm, A.Fr.169, S.Tr.778,1254; agony, Anon.Prog. in Rh.1.613 W. (pl.).

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς διώδυνος σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰραγμός: ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· ἀλλά, σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, σπασμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - καθόλου, ἀγωνία, Ρήτορες (Walz) 1. 613.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de déchirer, déchirement;
2 convulsion.
Étymologie: σπαράσσω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σπαράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω, σπάραγμα
νεοελλ.
βαθιά θλίψη, συντριβή
αρχ.
1. σπασμός
2. αγωνία.

Greek Monotonic

σπᾰραγμός: ὁ,
I. απόσχιση, κατασπάραγμα, βίαιη απόσπαση, κομμάτιασμα, ξέσκισμα, σε Ευρ.
II. σπασμωδικό τίναγμα, σπασμός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰραγμός: ὁ тж. pl.
1) разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);
2) судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc.