ἀριστόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό [[χέρι]], [[ἀγών]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀριστόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό [[χέρι]], [[ἀγών]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστόχειρ:''' χειρος adj. ведущийся руками лучших воинов ([[ἀγών]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόχειρ Medium diacritics: ἀριστόχειρ Low diacritics: αριστόχειρ Capitals: ΑΡΙΣΤΟΧΕΙΡ
Transliteration A: aristócheir Transliteration B: aristocheir Transliteration C: aristocheir Beta Code: a)risto/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A won by the stoutest hand, ἀγών S.Aj. 935 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 353] ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet, Soph. Ai. 915, od. nach dem Schol. ὁ κρίνων, τίς ἐστιν ὁ ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, ἐν τῇ φράσει ἀγὼν ἀριστόχειρ, «ὁ κρίνων τίς ἐστιν ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 935.

French (Bailly abrégé)

ειρος (ὁ, ἡ)
qui l’emporte par la vigueur de son bras.
Étymologie: ἄριστος, χείρ.

Spanish (DGE)

-χειρος

• Prosodia: [ᾰ-]
adj. que sirve para decidir cuál es el mejor guerrero ἁγών S.Ai.935.

Greek Monolingual

ἀριστόχειρ (-χειρος), ο (Α)
αυτός που κρίνει ποιος είναι άριστος στα χέρια, ποιος είναι πιο χειροδύναμος.

Greek Monotonic

ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό χέρι, ἀγών, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστόχειρ: χειρος adj. ведущийся руками лучших воинов (ἀγών Soph.).