καθελκύω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(18) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σύρω]] καινούργιο ή επισκευασμένο [[πλοίο]] από τις εσχάρες ναυπηγείου [[προς]] τη [[θάλασσα]], [[κάνω]] [[καθέλκυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλκύω]] (<b>βλ. λ.</b> [[έλκω]])]. | |mltxt=[[σύρω]] καινούργιο ή επισκευασμένο [[πλοίο]] από τις εσχάρες ναυπηγείου [[προς]] τη [[θάλασσα]], [[κάνω]] [[καθέλκυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλκύω]] (<b>βλ. λ.</b> [[έλκω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθελκύω:''' ион. [[κατελκύω]] (aor. pass. καθειλκύσθην, pf. med. и pass. καθείλκυσμαι) стаскивать, спускать (преимущ. на воду) (τὰς [[ναῦς]], [[ναυτικόν]] Thuc.; [[πλοῖον]] Isocr.; [[ναῦς]] Arph.): τῶν [[νεῶν]] κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν Her. когда корабли были спущены на воду. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καθελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καθειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καθείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.
French (Bailly abrégé)
f. καθελκύσω, ao. καθείλκυσα, pf. καθείλκυκα, pqp. καθειλκύκειν;
Pass. ao. καθειλκύσθην, pf. καθείλκυσμαι;
tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, acc. ; en parl. de vaisseaux amener à la mer, mettre à flot.
Étymologie: κατά, ἑλκύω.
Greek Monolingual
σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰθελκύω: ион. κατελκύω (aor. pass. καθειλκύσθην, pf. med. и pass. καθείλκυσμαι) стаскивать, спускать (преимущ. на воду) (τὰς ναῦς, ναυτικόν Thuc.; πλοῖον Isocr.; ναῦς Arph.): τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν Her. когда корабли были спущены на воду.