σκᾶπτον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκᾶπτον:''' τό, Δωρ. αντί [[σκῆπτρον]].
|lsmtext='''σκᾶπτον:''' τό, Δωρ. αντί [[σκῆπτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾶπτον:''' τό дор. Pind. = [[σκῆπτρον]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾶπτον Medium diacritics: σκᾶπτον Low diacritics: σκάπτον Capitals: ΣΚΑΠΤΟΝ
Transliteration A: skâpton Transliteration B: skapton Transliteration C: skapton Beta Code: ska=pton

English (LSJ)

τό, Dor. for σκῆπτρον.

German (Pape)

[Seite 889] τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. θεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾶπτον: τό, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σκῆπτρον.

English (Slater)

σκᾱπτον (-ῳ, -ον.)
   a staff σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28)
   b sceptre (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) “καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ. του αμάρτυρου σκῆπτον) το σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκᾱπ- / σκηπ- του σκήπτω + κατάλ. -τον].

Greek Monotonic

σκᾶπτον: τό, Δωρ. αντί σκῆπτρον.

Russian (Dvoretsky)

σκᾶπτον: τό дор. Pind. = σκῆπτρον.