φλοίω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(για [[φυτό]]) βρίσκομαι σε [[ακμή]], έχω εξαιρετική [[γονιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φλέω]]. | |mltxt=Α<br />(για [[φυτό]]) βρίσκομαι σε [[ακμή]], έχω εξαιρετική [[γονιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλοίω:''' пышно расти, буйно разрастаться Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(φλέω)
A burst out, swell, be in full vigour or bloom, Antim. 36, cf. Plu.2.683f.
German (Pape)
[Seite 1293] (vgl. φλέω), quellen, schwellen, strotzen, in voller Kraft, Blüthe sein; φλοίουσα ὀπώρα Antimach. bei Plut. Symp. 5, 8,3, vgl. 8, 10, 3, was Plut. durch χλωρά erkl.
Greek (Liddell-Scott)
φλοίω: (φλέω) εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ φυτικῆς γονιμότητος, σφριγῶ, Ἀντίμαχ. παρὰ Πλουτ. 2. 683F, πρβλ. 735D.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés;
c. φλέω.
Greek Monolingual
Α
(για φυτό) βρίσκομαι σε ακμή, έχω εξαιρετική γονιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλέω.
Russian (Dvoretsky)
φλοίω: пышно расти, буйно разрастаться Plut.