κατοικτείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοικτείρω:''' ή —ίρω, μέλ. <i>-ερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] συμπόνοια ή [[έλεος]] για, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αισθάνομαι]] ή [[δείχνω]] συμπόνοια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατοικτείρω:''' ή —ίρω, μέλ. <i>-ερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] συμπόνοια ή [[έλεος]] για, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αισθάνομαι]] ή [[δείχνω]] συμπόνοια, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοικτείρω:''' иметь сострадание, жалеть (τινά Her., Eur., Xen. etc.): κ. ἕδραν τινά Soph. быть тронутым каким-л. зрелищем; ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι Her. меня охватило чувство жалости.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικτείρω Medium diacritics: κατοικτείρω Low diacritics: κατοικτείρω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΕΙΡΩ
Transliteration A: katoikteírō Transliteration B: katoikteirō Transliteration C: katoikteiro Beta Code: katoiktei/rw

English (LSJ)

or κατοικτ-ίρω, irreg. aor. -οικτείρησα LXX4 Ma.8.20, 12.2: —

   A have mercy or compassion on, τινα Hdt.1.45, 4.167, al., S.OT13, E. Heracl.445, IG9(2).255 (Pharsalus); τὸ τῆς μητρὸς γῆρας LXX4 Ma. 8.20.    II intr., feel, show compassion, κατοικτείραντα ἐρωτᾶν ask in compassion, Arist.Rh.1393b28; -οικτῖραι ὡς βραχὺς εἴη ὁ βίος feel compassion at the thought that... Hdt.7.46.

German (Pape)

[Seite 1403] vemitleiden; τοιάνδε ἕδραν Soph. O. R. 13; Eur. Heracl. 446; sp. D., wie Agath. 14 (V, 218); in Prosa, Her. 1, 45. 4, 167 Xen. Cyr. 7, 3, 13; absolut, Mitleid empfinden oder bezeugen, Her. 7, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικτείρω: (-τίρ-) αἰσθάνομαι μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν μετὰ λύπης πρός τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ μετὰ συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.

French (Bailly abrégé)

v. κατοικτίρω.

Greek Monolingual

κατοικτείρω και κατοικτίρω (ΑΜ)
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τον τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.)
2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» — να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκτείρω «ευσπλαγχνίζομαι, λυπάμαι»].

Greek Monotonic

κατοικτείρω: ή —ίρω, μέλ. -ερῶ,
I. τρέφω συμπόνοια ή έλεος για, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. αμτβ., αισθάνομαι ή δείχνω συμπόνοια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικτείρω: иметь сострадание, жалеть (τινά Her., Eur., Xen. etc.): κ. ἕδραν τινά Soph. быть тронутым каким-л. зрелищем; ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι Her. меня охватило чувство жалости.