αὐτοβοεί: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοβοεί:''' ([[βοή]]), επίρρ., με μια μόνο [[φωνή]], στην πρώτη [[φωνή]], αὐτοβοεὶ [[ἑλεῖν]], [[κυριεύω]] [[χωρίς]] [[χτύπημα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''αὐτοβοεί:''' ([[βοή]]), επίρρ., με μια μόνο [[φωνή]], στην πρώτη [[φωνή]], αὐτοβοεὶ [[ἑλεῖν]], [[κυριεύω]] [[χωρίς]] [[χτύπημα]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοβοεί:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> при первом же боевом кличе, с первого же удара (πόλιν [[ἑλεῖν]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> на месте преступления (τινα [[ἑλεῖν]] или [[λαβεῖν]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.
German (Pape)
[Seite 396] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. παραχρῆμα), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοβοεί: Ἐπίρρ. «παραχρῆμα συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, οἷον ταχέως καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ κράτος» (Α. Β. 214. 32)˙ Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
au premier cri ; au premier assaut.
Étymologie: αὐτός, βοή.
Spanish (DGE)
adv.
1 al primer grito, al primer asalto αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.
2 a la fuerza Theopomp.Hist.309.
3 inmediatamente glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.
Greek Monolingual
αὐτοβοεί επίρρ. (Α)
1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν»)
2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + βοή, με επιρρ. κατάλ. -εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτοβοεί: (βοή), επίρρ., με μια μόνο φωνή, στην πρώτη φωνή, αὐτοβοεὶ ἑλεῖν, κυριεύω χωρίς χτύπημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοβοεί: adv.
1) при первом же боевом кличе, с первого же удара (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);
2) на месте преступления (τινα ἑλεῖν или λαβεῖν Luc.).