ἑρμηνευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο. θηλ. -εύτρια (AM [[ἑρμηνευτής]], θηλ. [[ἑρμηνεύτρια]]) [[ερμηνεύω]]<br />[[εξηγητής]], [[μεταφραστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές [[κείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνεύς]].
|mltxt=ο. θηλ. -εύτρια (AM [[ἑρμηνευτής]], θηλ. [[ἑρμηνεύτρια]]) [[ερμηνεύω]]<br />[[εξηγητής]], [[μεταφραστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές [[κείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμηνευτής:''' οῦ ὁ Plat. = [[ἑρμηνεύς]] 1.
}}
}}

Revision as of 06:38, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμηνευτής Medium diacritics: ἑρμηνευτής Low diacritics: ερμηνευτής Capitals: ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: hermēneutḗs Transliteration B: hermēneutēs Transliteration C: ermineftis Beta Code: e(rmhneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = ἑρμηνεύς, Pl. Plt.290c, LXX Ge.42.23, Poll.5.154.

German (Pape)

[Seite 1032] ὁ, = ἑρμηνεύς, Plat. Polit. 290 c, von den Priestern u. Sehern, ἑρμ. παρὰ θεῶν ἀνθρώποις.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμηνευτής: -οῦ, ὁ, = ἑρμηνεύς, Πλάτ. Πολιτικ. 290C, Πολυδ. Ε΄, 154.

Greek Monolingual

ο. θηλ. -εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) ερμηνεύω
εξηγητής, μεταφραστής
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)
2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές κείμενο
αρχ.
ο ερμηνεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμηνευτής: οῦ ὁ Plat. = ἑρμηνεύς 1.