φιλολογέω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φιλολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγαπώ]] τη [[μάθηση]] ή τη [[μελέτη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φιλολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγαπώ]] τη [[μάθηση]] ή τη [[μελέτη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλολογέω:''' любить или вести ученые беседы (φ. παρὰ [[δεῖπνον]] Plut.): τὰ φιλολογηθέντα Plut. научные вопросы, темы ученых бесед.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλολογέω Medium diacritics: φιλολογέω Low diacritics: φιλολογέω Capitals: ΦΙΛΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: philologéō Transliteration B: philologeō Transliteration C: filologeo Beta Code: filologe/w

English (LSJ)

   A love learning, pursue learning, study, Sopat.6.6, Plu. 2.133b, Cat.Mi.6, Arr.Epict.3.10.10:—Pass., τὰ φιλολογηθέντα learned discourses, Plu.2.612e; ἅλις ὑπὲρ τῆς . . τῶν σχημάτων χρήσεως . . τοσαῦτα πεφιλολογῆσθαι Longin.29.2.

German (Pape)

[Seite 1281] eigtl. das Reden lieben; gew. Gelehrsamkeit u. Literatur lieben u. treiben, über gelehrte u. literarische Gegenstände sprechen od. schreiben, gelehrte Gespräche führen, gelehrte Kenntnisse haben, Plut. Cat. min. 6, oft, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλολογέω: ἀγαπῶ τὴν μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, σπουδάζω περὶ τοὺς συγγραφεῖς, Λατιν. studere, Πλούτ. 2. 133Β, Κάτων Νεώτ. 6. ― Παθ., τὰ φιλολογηθέντα, τὰ χρησιμεύσαντα ὡς ὑπόθεσις λόγου πλήρους μαθήσεως, Πλούτ. 2. 612Ε· ― ῥηματ. ἐπίθετ. φιλολογητέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 219.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 litt. aimer la parole, les discours, particul. la littérature ou l’érudition;
2 s’occuper de littérature ou d’érudition, disserter en gén. : τὰ φιλολογηθέντα PLUT sujets de dissertation.
Étymologie: φιλόλογος.

Greek Monotonic

φιλολογέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ τη μάθηση ή τη μελέτη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλολογέω: любить или вести ученые беседы (φ. παρὰ δεῖπνον Plut.): τὰ φιλολογηθέντα Plut. научные вопросы, темы ученых бесед.