μελανόμματος: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελᾰνόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελᾰνόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόμματος:''' черноокий Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόμμᾰτος Medium diacritics: μελανόμματος Low diacritics: μελανόμματος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: melanómmatos Transliteration B: melanommatos Transliteration C: melanommatos Beta Code: melano/mmatos

English (LSJ)

ον,

   A black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.

Greek Monolingual

μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ-όμματος, μαλακ-όμματος)].

Greek Monotonic

μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόμματος: черноокий Plat., Arst.