πηνίζομαι: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηνίζομαι:''' Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. ([[πήνη]]), [[μασουρίζω]], [[τυλίγω]] [[νήμα]] στο [[μασούρι]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πηνίζομαι:''' Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. ([[πήνη]]), [[μασουρίζω]], [[τυλίγω]] [[νήμα]] στο [[μασούρι]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηνίζομαι:''' дор. [[πανίσδομαι|πᾱνίσδομαι]] мотать пряжу или ткать Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. πᾱνίσδομαι, (πήνη)
A wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel, ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32:—later in Act., Orib.Fr.137.
Greek (Liddell-Scott)
πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι· ἀποθ· (πήνη)· ― καλαμίζω, μασουρίζω, περιτυλίσσω τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· καθόλου, οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.
French (Bailly abrégé)
tisser.
Étymologie: πήνη.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν
ενεργ
τ. πηνίζω Α πήνη
1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαΐτας, μασουρίζω
2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πηνίζομαι: дор. πᾱνίσδομαι мотать пряжу или ткать Theocr.