συναπολείπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]] συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, [[Μακεδόνας]] δὲ δισχιλίους», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], [[εγκαταλείπω]] συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, [[Μακεδόνας]] δὲ δισχιλίους», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπολείπω:''' одновременно оставлять (τινά τινι Diod.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολείπω Medium diacritics: συναπολείπω Low diacritics: συναπολείπω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: synapoleípō Transliteration B: synapoleipō Transliteration C: synapoleipo Beta Code: sunapolei/pw

English (LSJ)

   A leave behind along with, τινά τινι D.S.19.69:—Pass., BGU1761.10 (i B.C.), Dsc.1.43.    II intr., fail or cease together, Thphr.CP2.19.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich verlassen, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολείπω: ἀπολείπω ὁμοῦ, συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκλείπω ἢ χάνομαι ὁμοῦ, συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3.

Greek Monolingual

Α
1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.)
2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α
1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.)
2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συναπολείπω: одновременно оставлять (τινά τινι Diod.).