κυκλιάς: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυκλιάς:''' ὁ, ἡ ([[κύκλος]]), [[στρογγυλός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κυκλιάς:''' ὁ, ἡ ([[κύκλος]]), [[στρογγυλός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυκλιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. кругообразный, круглый (τυροί Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ,
A round, τυροὶ κυκλιάδες AP6.299 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1526] άδος, ἡ, kreisförmig, τυροὶ κυκλιάδες, runde Käse, Phani. 5 (VI, 299).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιάς: ὁ, ἡ, στρογγύλος, τυροὶ κυκλιάδες Ἀνθ. Π. 6. 299, πρβλ. Ἰακ. σ. 201.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
rond.
Étymologie: κύκλος.
Greek Monolingual
κυκλιάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) κύκλιος
αυτός που έχει κυκλικό σχήμα.
Greek Monotonic
κυκλιάς: ὁ, ἡ (κύκλος), στρογγυλός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυκλιάς: άδος (ᾰδ) adj. кругообразный, круглый (τυροί Anth.).