ἁρμολογέω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρμολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[λέγω]]), [[ενώνω]], [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁρμολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[λέγω]]), [[ενώνω]], [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμολογέω:''' <b class="num">1)</b> складывать, устраивать (τάφον Anth.);<br /><b class="num">2)</b> непосредственно примыкать: ἡρμολογημένος τῷ πρὸ [[ἑαυτοῦ]] Sext. непрерывный, сплошной. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.
German (Pape)
[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².
Spanish (DGE)
encajar, colocar τάφον AP 7.554 (Phil.)
•en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.M.5.78.
Greek Monotonic
ἁρμολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω), ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμολογέω: 1) складывать, устраивать (τάφον Anth.);
2) непосредственно примыкать: ἡρμολογημένος τῷ πρὸ ἑαυτοῦ Sext. непрерывный, сплошной.