στολίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίδωμα Medium diacritics: στολίδωμα Low diacritics: στολίδωμα Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΜΑ
Transliteration A: stolídōma Transliteration B: stolidōma Transliteration C: stolidoma Beta Code: stoli/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.

Greek Monolingual

τὸ, Α στολιδοῡμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).