στολίδωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.
Greek Monolingual
τὸ, Α στολιδοῡμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).
Russian (Dvoretsky)
στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).