εὐκόσμητος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκόσμητος:''' -ον ([[κοσμέω]]), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''εὐκόσμητος:''' -ον ([[κοσμέω]]), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκόσμητος:''' красиво устроенный или украшенный (ἀθανάτων [[προθύραια]] HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A welladorned, h. Merc.384.
German (Pape)
[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.
Greek Monolingual
εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].
Greek Monotonic
εὐκόσμητος: -ον (κοσμέω), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκόσμητος: красиво устроенный или украшенный (ἀθανάτων προθύραια HH).