ἀναίματος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναίμᾰτος:''' -ον = [[ἄναιμος]], αποτραγγισμένος από [[αίμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀναίμᾰτος:''' -ον = [[ἄναιμος]], αποτραγγισμένος από [[αίμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναίμᾰτος:''' бескровный ([[σκιά]] Aesch.; τροφαί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.
German (Pape)
[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἄναιμος.
Spanish (DGE)
-ον
exangüe, desangrado ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων, σκιάν de Orestes, A.Eu.302
•del caracol que carece de sangre enigma en Ath.63b.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναίματος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιματος < αἷμα.
Greek Monotonic
ἀναίμᾰτος: -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίμᾰτος: бескровный (σκιά Aesch.; τροφαί Plut.).