δύσιππος: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσιππος:''' -ον, [[δύσβατος]] για [[ιππασία]]· <i>τὰ δ</i>., ακατάλληλα μέρη για το ιππικό, σε Ξεν., Πλούτ. | |lsmtext='''δύσιππος:''' -ον, [[δύσβατος]] για [[ιππασία]]· <i>τὰ δ</i>., ακατάλληλα μέρη για το ιππικό, σε Ξεν., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσιππος:''' неблагоприятный для конницы: δ. [[χώρα]] Plut. или τὰ δύσιππα (χωρία) Xen., Plut. непроезжая для конницы местность. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to ride in: τὰ δ. parts unfit for cavalry-service, X.HG3.4.12; δ. χώρα Plu.Phil.14.
German (Pape)
[Seite 681] unbequem für Reiterei, χώρα Plut. Philop. 14; τὰ δ., für die Reiterei ungünstiges Terrain, Xen. Hell. 3, 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δύσιππος: -ον, ὁ δύσκολος, ἀπρόσφορος πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. χώρα Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― ὡσαύτως δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
peu favorable à la cavalerie.
Étymologie: δυσ-, ἵππος.
Spanish (DGE)
-ον
por donde es difícil cabalgar χώρα Plu.Phil.14, ἡ Ἀττική Plu.Sull.15, ἡ Καρία Plu.Ages.10
•neutr. subst. τὰ δύσιππα lugares poco aptos para la caballería X.HG 3.4.12, Ages.1.15.
Greek Monolingual
δύσιππος, -ον (Α)
(για χώρο) ο ακατάλληλος για ιππασία.
Greek Monotonic
δύσιππος: -ον, δύσβατος για ιππασία· τὰ δ., ακατάλληλα μέρη για το ιππικό, σε Ξεν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσιππος: неблагоприятный для конницы: δ. χώρα Plut. или τὰ δύσιππα (χωρία) Xen., Plut. непроезжая для конницы местность.