ὑπερπλούσιος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερπλούσιος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[πλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ὑπερπλούσιος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[πλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερπλούσιος:''' чрезвычайно богатый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A over-wealthy, Arist.Pol.1295b7.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig reich, Arist. pol. 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλούσιος: -ον, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλούσιος.
Greek Monolingual
-ον, Α πλούσιος
βαθύπλουτος, ζάπλουτος.
Greek Monotonic
ὑπερπλούσιος: -ον, πάρα πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπλούσιος: чрезвычайно богатый Arst.