ναέτης: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναέτης:''' -ου, ὁ, [[κάτοικος]], σε Σιμων.· ως θηλ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ναέτης:''' -ου, ὁ, [[κάτοικος]], σε Σιμων.· ως θηλ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναέτης:''' ου ὁ и ἡ житель(ница), обитатель(ница) Diog. L., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, Dor. νᾰέτας, α, ὁ,
A inhabitant, Simon.57, Ephipp.5.1 (anap.), AP9.535, Limen.41, IG5(2).474 (Megalopolis): asfem., AP 6.207.10 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 227] ὁ, Bewohner, Einwohner, wie ναιέτης, Archi. 5 (XI, 207), Ep. ad. 427 (IX, 535) u. öfter in der Anth.; χώρας, Ephipp. com. bei Ath. VIII, 348 e.
Greek (Liddell-Scott)
ναέτης: -ου, ὁ, ἔνοικος, κάτοικος, οἰκήτωρ, Σιμων. 6, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ» 1, Ἀνθ. Π. 9. 535· ὡσαύτως ὡς θηλυκ., Ἀνθ. Π. 6. 207. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
habitant, habitante.
Étymologie: ναίω.
Greek Monolingual
ναέτης, δωρ. τ. ναέτας, ὁ, ἡ (Α) ναίω
(ως αρσ. και ως θηλ.) κάτοικος.
Greek Monotonic
ναέτης: -ου, ὁ, κάτοικος, σε Σιμων.· ως θηλ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ναέτης: ου ὁ и ἡ житель(ница), обитатель(ница) Diog. L., Anth.