Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιμαλφέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμαλφέω:''' μέλ. <i>τιμαλφήσω</i>, [[τιμώ]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τῑμαλφέω:''' μέλ. <i>τιμαλφήσω</i>, [[τιμώ]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμαλφέω:''' чтить, славить (νίκαν λόγοις Pind.; τοὺς θεούς Arst.): μολόντα τινὰ τ. Aesch. с почестями встретить кого-л.; διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενος Aesch. удостоенный Зевсом царской власти.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφέω Medium diacritics: τιμαλφέω Low diacritics: τιμαλφέω Capitals: ΤΙΜΑΛΦΕΩ
Transliteration A: timalphéō Transliteration B: timalpheō Transliteration C: timalfeo Beta Code: timalfe/w

English (LSJ)

   A do honour to, τ. λόγοις νίκαν Pi.N.9.54; θεοὺς τοῖσδε τ. χρεών A.Ag.922; μολόντα τ. celebrate any one's arrival, Id.Eu. 15:—Pass., σκήπτροισι τιμαλφούμενος ib.626; ὑπ' ἀστῶν . . τ. ib.807:— rare in Prose, τ. τοὺς θεούς Arist.Pol.1336b19; and in later Poetry, τ. τὰν σὰν . . θυμέλαν Sammelb.6699.2 (iii B.C.):—Epich. (Fr.214) ridiculed Aeschylus for his use of this word.

German (Pape)

[Seite 1114] verehren, verherrlichen; ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν, Pind. N. 9, 54; μολόντα, Jemandes Ankunft feiern, Aesch. Eum. 15; τοὺς θεούς, Ag. 896; ἄνδρα διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον, Eum. 596; Sp., auch in Prosa, wie Arist. polit. 7, 17, θεούς; Phot. erkl. τιμαλφούμενος, τιμὴν εὑρηκώς.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφέω: τιμῶ, σέβω, θεραπεύω, τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., ἑορτάζω τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος αὐτόθι 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. αὐτόθι 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, οἷον παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
honorer, acc..
Étymologie: τιμαλφής.

English (Slater)

τῑμαλφέω
   1 do honour to εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν (N. 9.54)

Greek Monotonic

τῑμαλφέω: μέλ. τιμαλφήσω, τιμώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμαλφέω: чтить, славить (νίκαν λόγοις Pind.; τοὺς θεούς Arst.): μολόντα τινὰ τ. Aesch. с почестями встретить кого-л.; διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενος Aesch. удостоенный Зевсом царской власти.