μεταμέλπομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταμέλπομαι:''' αποθ., [[τραγουδώ]] ή [[χορεύω]] [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''μεταμέλπομαι:''' αποθ., [[τραγουδώ]] ή [[χορεύω]] [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταμέλπομαι:''' (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A sing or dance among, τισι h.Ap.197.
German (Pape)
[Seite 150] zwischen, unter Andern singen und tanzen, τισί, H. h. Apoll. 197.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμέλπομαι: ἀποθετ., ψάλλω ἢ χορεύω μεταξύ..., τισι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 197.
French (Bailly abrégé)
chanter ou danser parmi, τινι.
Étymologie: μετά, μέλπω.
Greek Monolingual
μεταμέλπομαι (Α)
ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- μέλπομαι «ψάλλω»].
Greek Monotonic
μεταμέλπομαι: αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μεταμέλπομαι: (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH).