θρανεύω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(17)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρανεύω]] (Α) [[θρόνος]]<br />(για [[δέρμα]]) [[τεντώνω]], [[απλώνω]] [[επάνω]] σε βυρσοδεψικό θράνο για [[κατεργασία]].
|mltxt=[[θρανεύω]] (Α) [[θρόνος]]<br />(για [[δέρμα]]) [[τεντώνω]], [[απλώνω]] [[επάνω]] σε βυρσοδεψικό θράνο για [[κατεργασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾱνεύω:''' (fut. med.-pass. θρανεύσομαι) распяливать на дубильной доске (ἡ [[βύρσα]] [[σου]] θρανεύσεται Arph.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1215] über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θρανεύω: ἐκτείνω, τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, κυρίως ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. θρανύσσω.

French (Bailly abrégé)

étendre sur un chevalet de tanneur;
Moy. θρανεύομαι au sens Passif.
Étymologie: θρᾶνος.

Greek Monolingual

θρανεύω (Α) θρόνος
(για δέρμα) τεντώνω, απλώνω επάνω σε βυρσοδεψικό θράνο για κατεργασία.

Russian (Dvoretsky)

θρᾱνεύω: (fut. med.-pass. θρανεύσομαι) распяливать на дубильной доске (ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Arph.).