πετροβολία: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πετροβολία:''' ἡ, [[λιθοβολισμός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πετροβολία:''' ἡ, [[λιθοβολισμός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πετροβολία:''' ἡ метание камней Xen.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροβολία Medium diacritics: πετροβολία Low diacritics: πετροβολία Capitals: ΠΕΤΡΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: petrobolía Transliteration B: petrobolia Transliteration C: petrovolia Beta Code: petroboli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stoning, X.An.6.6.15.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen, Xen. An. 6, 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβολία: ἡ, τὸ πετροβολεῑν, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de lancer des pierres.
Étymologie: πετροβόλος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πετροβόλος
η βολή πετρών, η ρίψη λίθων κατά τη μάχη.

Greek Monotonic

πετροβολία: ἡ, λιθοβολισμός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πετροβολία: ἡ метание камней Xen.