διάπλοος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν [[λεών]], τους διατήρησαν στα [[κουπιά]], τους ανάγκασαν να κωπηλατούν [[συνεχώς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[διάπλους]], <i>ὁ</i>, [[πέρασμα]], [[διάπλευση]], [[διάβαση]], <i>πρὸς τόπον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] ή [[μέρος]] από το οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]] πλέοντας, [[πέρασμα]]· <i>δυοῖννεοῖν</i>, για [[δύο]] παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.
|lsmtext='''διάπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν [[λεών]], τους διατήρησαν στα [[κουπιά]], τους ανάγκασαν να κωπηλατούν [[συνεχώς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[διάπλους]], <i>ὁ</i>, [[πέρασμα]], [[διάπλευση]], [[διάβαση]], <i>πρὸς τόπον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] ή [[μέρος]] από το οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]] πλέοντας, [[πέρασμα]]· <i>δυοῖννεοῖν</i>, για [[δύο]] παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάπλοος:''' <b class="num">I</b> стяж. [[διάπλους]] 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν [[λεών]] Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.<br /><b class="num">II</b> стяж. [[διάπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> переезд по морю (πρὸς τὸ [[Κήναιον]] τῆς Εὐβοίας Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> путь переезда по морю (ὁ [[δυοῖν]] νεοῖν δ. Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> судоходный канал ([[διάπλους]] πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλοος Medium diacritics: διάπλοος Low diacritics: διάπλοος Capitals: ΔΙΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: diáploos Transliteration B: diaploos Transliteration C: diaploos Beta Code: dia/ploos

English (LSJ)

ον, contr. διά-πλους, ουν,    I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382.    II as Subst., διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31.    2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8.    3 cross-channel, Pl.Criti.118e.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόποςμέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.

French (Bailly abrégé)

1οος, οον;
qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.
Étymologie: διαπλέω.
2όου (ὁ) :
1 traversée, navigation;
2 passage pour des navires, chenal.
Étymologie: διαπλέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): át. -πλους
I que navega διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando A.Pers.382.
II subst. ὁ δ.
1 trayecto por mar, travesía, navegación βραχύς ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.Hisp.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ Ἄβυδον εἶρξαι App.Syr.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.Pers.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. AP 7.666 (Antip.Thess.).
2 concr. paso para la navegación, bocana δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.Criti.118e.

Greek Monotonic

διάπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν·
I. 1. ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν λεών, τους διατήρησαν στα κουπιά, τους ανάγκασαν να κωπηλατούν συνεχώς, σε Αισχύλ.
II. 1. ως ουσ., διάπλους, , πέρασμα, διάπλευση, διάβαση, πρὸς τόπον, σε Θουκ.
2. τόπος ή μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει κάποιος πλέοντας, πέρασμα· δυοῖννεοῖν, για δύο παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διάπλοος: I стяж. διάπλους 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν λεών Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.
II стяж. διάπλους
1) переезд по морю (πρὸς τὸ Κήναιον τῆς Εὐβοίας Thuc.);
2) путь переезда по морю (ὁ δυοῖν νεοῖν δ. Thuc.);
3) судоходный канал (διάπλους πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).