βροχετός: Difference between revisions
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βροχετός:''' ὁ ([[βρέχω]]), [[βροχή]], [[υγρασία]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''βροχετός:''' ὁ ([[βρέχω]]), [[βροχή]], [[υγρασία]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βροχετός:''' ὁ дождь Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (βρέχω)
A wetting, rain, AP6.21.3.
German (Pape)
[Seite 465] ὁ, Regen, Ep. ad. 176 (VI, 21).
Greek (Liddell-Scott)
βροχετός: ὁ, (βρέχω) ὑγρασία, βροχή, Ἀνθ.II. 6. 21.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pluie.
Étymologie: βρέχω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
lluvia τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν AP 6.21.
Greek Monotonic
βροχετός: ὁ (βρέχω), βροχή, υγρασία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βροχετός: ὁ дождь Anth.