μισαλάζων: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑσᾰλάζων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ. | |lsmtext='''μῑσᾰλάζων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑσᾰλάζων:''' 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A hating boasters, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.
Greek Monolingual
μισαλάζων, -ον (Α)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλαζών].
Greek Monotonic
μῑσᾰλάζων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσᾰλάζων: 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc.