δυσέμβατος: Difference between revisions
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσέμβᾰτος:''' -ον, αυτός στον οποίο [[κάποιος]] δύσκολα βαδίζει, [[δύσβατος]], [[κακοτράχαλος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''δυσέμβᾰτος:''' -ον, αυτός στον οποίο [[κάποιος]] δύσκολα βαδίζει, [[δύσβατος]], [[κακοτράχαλος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσέμβᾰτος:''' неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to walk on, rugged, τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10; inaccessible, οἰωνοῖσι D.P.1150.
German (Pape)
[Seite 679] worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen; κάρηνα οὔρεος Nonn. D. 11, 216; ὄρος οἰωνοῖσιν D. Per 1150; τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc. 4, 10; bei Plut. Symp. 4, 1, 2 übertr., wo jetzt nach Reiske δυσσύμβατος steht.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέμβατος: -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, πετρώδης, τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· ἀπρόσιτος, δυσπρόσιτος, οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible, impénétrable ; fig. qui s’accorde mal.
Étymologie: δυσ-, ἐμβαίνω.
Spanish (DGE)
(δυσέμβᾰτος) -ον
1 de difícil acceso, inaccesible, inviable τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.D.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.Ep.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ δυσχωρία Πέρσαις ... δ. Lyd.Mag.3.34.
2 fig. difícilmente vadeable, difícil de atravesar βίος en compar. c. un torrente, Epict.Gnom.1
•impenetrable de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.Bibl.145a34.
Greek Monolingual
δυσέμβατος, -ον (AM)
μσν.
μτφ. δυσνόητος
αρχ.
1. δύσβατος
2. δυσπρόσιτος.
Greek Monotonic
δυσέμβᾰτος: -ον, αυτός στον οποίο κάποιος δύσκολα βαδίζει, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δυσέμβᾰτος: неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).