ἀπελέκητος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπελέκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πελεκηθεί<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[άξεστος]], [[αμόρφωτος]], [[τραχύς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[άνθρωπος]] [[αγράμματος]], [[ξύλο]] απελέκητο». | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπελέκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πελεκηθεί<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[άξεστος]], [[αμόρφωτος]], [[τραχύς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[άνθρωπος]] [[αγράμματος]], [[ξύλο]] απελέκητο». | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπελέκητος:''' досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый ([[φωνή]] Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.
German (Pape)
[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.
Spanish (DGE)
-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
•fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».
Russian (Dvoretsky)
ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).