ἐπίμαστος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίμαστος:''' -ον ([[ἐπιμαίομαι]]), αυτός που ζητά [[βοήθεια]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπίμαστος:''' -ον ([[ἐπιμαίομαι]]), αυτός που ζητά [[βοήθεια]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίμαστος:''' просящий подаяния, нищенствующий ([[ἀλήτης]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμαστος Medium diacritics: ἐπίμαστος Low diacritics: επίμαστος Capitals: ΕΠΙΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: epímastos Transliteration B: epimastos Transliteration C: epimastos Beta Code: e)pi/mastos

English (LSJ)

ον, (ἐπιμαίομαι)

   A sought out, brought in (like ἐπακτός), ἀλήτης Od.20.377 (variously expld. by Gramm.).

German (Pape)

[Seite 960] ἀλήτης Od. 20, 377, entweder ein Bettler, der sich seinen Unterhalt zusammensucht, ὁ τροφὴν μαστεύων, Eust., ἐνδεὴς ἐπαίτης, Schol., oder ein aufgelesener, mit ins Haus gebrachter Bettler, ἐπίληπτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμαστος: -ον, (ἐπιμαίομαι) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «ἐπίμαστοςἐπαίτης, ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cherche sa nourriture, mendiant.
Étymologie: ἐπί, μαστός.

English (Autenrieth)

(ἐπιμαίομαι): of one who has been handled, hencefilthy,’ ἀλήτης, Od. 20.377†.

Greek Monolingual

ἐπίμαστος, -ον (Α) επιμαίομαι
ζητιάνοςοἷον μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπίμαστος: -ον (ἐπιμαίομαι), αυτός που ζητά βοήθεια, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμαστος: просящий подаяния, нищенствующий (ἀλήτης Hom.).