θέλκτρον: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θέλκτρον:''' τό, = [[θελκτήριον]], σε Σοφ. | |lsmtext='''θέλκτρον:''' τό, = [[θελκτήριον]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέλκτρον:''' τό Soph. = [[θελκτήριον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).
German (Pape)
[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.
Greek (Liddell-Scott)
θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585˙ ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. θελκτήριον.
Étymologie: θέλγω.
Greek Monolingual
θέλκτρον, το (Α) θέλγω
θελκτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -τρον, πρβλ. μάκ-τρον, πλήκ-τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)].
Greek Monotonic
θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θέλκτρον: τό Soph. = θελκτήριον.