παρέστιος: Difference between revisions
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[εστία]] ή πάνω σ' αυτή, [[σπιτικός]], [[οικιακός]], σε Σοφ.· γενικά, = [[ἐφέστιος]], στον ίδ., Ευρ. | |lsmtext='''παρέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[εστία]] ή πάνω σ' αυτή, [[σπιτικός]], [[οικιακός]], σε Σοφ.· γενικά, = [[ἐφέστιος]], στον ίδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρέστιος:''' <b class="num">1)</b> совершаемый у очага (λοιβαί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> разделяющий (с кем-л.) очаг: π. τινι [[γενέσθαι]] Soph. делить с кем-л. очаг, т. е. жить с кем-л. под одной крышей. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,(ἑστία)
A by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.
German (Pape)
[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.
Greek (Liddell-Scott)
παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est ou se fait près du foyer;
2 qui s’assied au foyer de, τινι.
Étymologie: παρά, ἑστία.
Greek Monolingual
-α, -ο / παρέστιος, -ον ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ' εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἑστία.
Greek Monotonic
παρέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία ή πάνω σ' αυτή, σπιτικός, οικιακός, σε Σοφ.· γενικά, = ἐφέστιος, στον ίδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παρέστιος: 1) совершаемый у очага (λοιβαί Soph.);
2) разделяющий (с кем-л.) очаг: π. τινι γενέσθαι Soph. делить с кем-л. очаг, т. е. жить с кем-л. под одной крышей.