ἀπόπλυμα: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀπόπλυμα]])<br />το ακάθαρτο [[νερό]] που προέρχεται από το [[πλύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρωπο) [[υποδεέστερος]], [[παρακατιανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νερό]] στο οποίο έχει διαλυθεί [[κάτι]], [[διάλυμα]].
|mltxt=το (AM [[ἀπόπλυμα]])<br />το ακάθαρτο [[νερό]] που προέρχεται από το [[πλύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρωπο) [[υποδεέστερος]], [[παρακατιανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νερό]] στο οποίο έχει διαλυθεί [[κάτι]], [[διάλυμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόπλῠμα:''' ατος τό помои: τὰ τῶν [[κηρίων]] ἀ. Diod. вода, которой были сполоснуты соты; τιτάνου ἀ. Diod. известковая вода.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπλῠμα Medium diacritics: ἀπόπλυμα Low diacritics: απόπλυμα Capitals: ΑΠΟΠΛΥΜΑ
Transliteration A: apóplyma Transliteration B: apoplyma Transliteration C: apoplyma Beta Code: a)po/pluma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A water in which anything has been diluted or dissolved, ἀ. κηρίων mead, ἀ. τιτάνου lime-water, D.S.5.26,28; κρεῶν Sor.1.59.

German (Pape)

[Seite 319] τό, das Abgespülte, Spülwasser, Sp. τιτάνου, Kalkwasser, D. Sic. 5, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπλῠμα: τό, ὕδωρ ἐν ᾧ ἐπλύθη ἢ διελύθη τι, ἀπόπλυμα κηρίων, ὑδρομέλι, ἀπόπλυμα τιτάνου, ἀσβεστόνερον, Διόδ. 5. 26, 28.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agua donde se ha lavado o desleído, agua de ὡς ἀποπλύματα κρεῶν νεοσφαγῶν de deyecciones, Archig.p.70L., cf. Sor.44.8, ἀ. τιτάνου agua calcárea D.S.5.28, τὰ κηρία πλύνοντες τῷ τούτων ἀποπλύματι χρῶνται lavando los panales, se sirven del líquido que sueltan D.S.5.26, τὸ ἀπόπλυμα τοῦ πίνακος ἐπιχέασα αὐτῇ habiéndole arrojado el agua de fregar del barreño Pall.H.Laus.34.7.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόπλυμα)
το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο
νεοελλ.
(για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός
αρχ.
νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπλῠμα: ατος τό помои: τὰ τῶν κηρίων ἀ. Diod. вода, которой были сполоснуты соты; τιτάνου ἀ. Diod. известковая вода.