εἰσαναγκάζω: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[πιέζω]], ωθώ, [[εξαναγκάζω]] σε [[κάτι]], [[υποχρεώνω]], [[επιβάλλω]], <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εἰσᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[πιέζω]], ωθώ, [[εξαναγκάζω]] σε [[κάτι]], [[υποχρεώνω]], [[επιβάλλω]], <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσαναγκάζω:''' принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A force one thing into another, Hp.Art.47 (Pass.). 2 constrain, τινά A.Pr.292 (anap.) : c. inf., Pl.Ti.49a.
German (Pape)
[Seite 740] (hineinzwingen), zu Etwas zwingen; Aesch. Prom, 290; c. inf., Plat. Tim. 49 a.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω τι νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἕτερον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 2) = τῷ ἁπλῷ ἀναγκάζω, τινὰ Αἰσχύλ. Πρ. 290· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 49Α.
French (Bailly abrégé)
contraindre, acc..
Étymologie: εἰς, ἀναγκάζω.
Spanish (DGE)
(εἰσᾰναγκάζω) • Alolema(s): ἐσ- A.Pr.290 (cód.), Hp.Art.47
1 obligar τό τε γάρ με ... ξυγγενὲς οὕτως ἐσαναγκάζει A.l.c., ὁ λόγος ἔοικεν εἰσαναγκάζειν χαλεπὸν ... εἶδος ἐπιχειρεῖν ... ἐμφανίσαι el razonamiento parece obligar a aclarar una especie difícil y vaga Pl.Ti.49a, ᾄδειν εἰσανάγκασόν με σύ Men.Sam.449.
2 introducir a la fuerza en v. pas. οὐκ ἠδύνατο ἡ φῦσα ἐσαναγκάζεσθαι Hp.l.c.
3 recaudar, cobrar τὸ ἐν τοῖς βυσσουργοῖς [ὂ] ν ὀφείλημα PTeb.702.10 (III a.C.).
Greek Monolingual
εἰσαναγκάζω (Α)
1. αναγκάζω κάτι να μπει μέσα σε κάτι άλλο
2. αναγκάζω.
Greek Monotonic
εἰσᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, πιέζω, ωθώ, εξαναγκάζω σε κάτι, υποχρεώνω, επιβάλλω, τινά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαναγκάζω: принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.).