ὄρχος: Difference between revisions
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρχος:''' ὁ, [[σειρά]] αμπελιών ή οπωροφόρων δέντρων, σε Ομηρ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὄρχος:''' ὁ, [[σειρά]] αμπελιών ή οπωροφόρων δέντρων, σε Ομηρ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρχος:''' ὁ ряд деревьев, кустов или лоз, шпалера Hom., Xen.: ὄ. ἀμπελίδος Arph. виноградная шпалера. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A a row of vines or fruit-trees, παρὰ νείατον ὄ. Od.7.127, cf. 24.341, Hes.Sc.296 ; ὄρχους ἐπέκειρεν ὀδόντι, of a boar, B.5.108 ; ἀμπελίδος ὄ. Ar.Ach.995 ; ἡμερίδων ὄρχους IG14.1389 ii 23 ; οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄ. ἐφύτευσεν X.Oec.20.3 ; φυτεύουσι . . αὐτὸ κατ' ὄρχους Thphr.HP 4.4.8. II ὀρχός, = ταρσός, rim of eyelid, Poll.2.69. (Wrongly derived by Sch.Theoc.1.48 from ὀρύσσω and glossed by βόθρος.)
German (Pape)
[Seite 390] ὁ (εἴργω, ἕρκος), ein Gehege, ein umzäunter Raum, der bepflanzt ist, Garten, Weingarten; Od. 7, 127. 24, 341; Hes. Sc. 296; ἀμπελίδος, Ar. Ach. 959; Xen. oec. 20, 3 u. Sp., wie Theophr. Nach Anderen mit ἄρχω (vgl. ὄρχαμος) od. mit ὀρθός zusammenhangend u. eigtl. eine Reihe bedeutend. – Nach den Gramm. auch Grube, Gruft, nach Schol. Theocr. 1, 48 bes. zur Pflanzung eines Absenkers, für ὄρυχος.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχος: ὁ, σειρὰ κλημάτων ἢ καρποφόρων δένδρων, παρὰ νείατον ὄρχον Ὀδ. Η. 127, πρβλ. Ω. 341, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 296· ὄρχος ἀμπελίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 995· ἡμερίδων ὄρχους Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 82· οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄρχους ἐφύτευσαν Ξεν. Οἰκ. 20. 3· φυτεύουσι ... αὐτὸ κατ’ ὄρχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· - ὄρχατος εἶναι τύπος περιληπτικός· πρβλ. ὡσαύτως τὸ ὄρχαμος. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ὡσαύτως = ὄρυγμα.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rangée d’arbres ou de ceps de vigne, allée plantée d’un verger ou d’un vignoble.
Étymologie: ἔρχομαι, sel. d’autres de ὀρέγω.
English (Autenrieth)
row of vines, Od. 7.127 and Od. 24.341.
Greek Monolingual
ὀρχός, ὁ (Α)
το άκρο τών βλεφάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
ὄρχος: ὁ, σειρά αμπελιών ή οπωροφόρων δέντρων, σε Ομηρ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρχος: ὁ ряд деревьев, кустов или лоз, шпалера Hom., Xen.: ὄ. ἀμπελίδος Arph. виноградная шпалера.