πυργηδόν: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυργηδόν:''' επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό [[φάλαγγας]], σε πυκνή [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. [[πύργος]] II. | |lsmtext='''πυργηδόν:''' επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό [[φάλαγγας]], σε πυκνή [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. [[πύργος]] II. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυργηδόν:''' adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A towerwise, Aret.SD2.13; of soldiers, in masses or columns, in close array, Il.12.43, 13.152, 15.618, D.H.6.33; also of clouds, Nonn.D.32.76.
German (Pape)
[Seite 820] thurmweise, bei Hom. in viereckiger Schlachtordnung, in geschlossenen Gliedern, οἱ δέ τε πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες Il. 12, 43, πυργηδὸν ἀρηρότες 15, 618, vgl. 13, 152.
Greek (Liddell-Scott)
πυργηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε πύργος ΙΙ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυργηδόν, κατὰ τάξιν».
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de tour, càd en masse compacte.
Étymologie: πύργος, -δον.
English (Autenrieth)
adv., like a tower, ‘in solid masses.’ (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ.
1. σε σχήμα πύργου, σαν πύργος
2. (για στρατιώτες) σε πυκνή παράταξη
3. (για τα σύννεφα) σε μεγάλη συμπύκνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
πυργηδόν: επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό φάλαγγας, σε πυκνή παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. πύργος II.
Russian (Dvoretsky)
πυργηδόν: adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.).