ὑπερμενέων: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερμενέων:''' -οντος, ὁ, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], υπερβολικά [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑπερμενέων:''' -οντος, ὁ, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], υπερβολικά [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερμενέων:''' οντος adj. m неукротимый, буйный ([[ἄνδρες]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A exceedingly mighty, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, for ὑπερμενέες, Od. 19.62. (No Verb ὑπερμενέω occurs: cf. ὑπερηνορέων.)
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, κραταιός, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα ὑπερμενέω· πρβλ. ὑπερηνορέων).
French (Bailly abrégé)
οντος;
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὑπερμενής.
English (Autenrieth)
οντος (μένος): part. as adj., haughty, Od. 19.62†.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός
2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες
αλαζονικοί, υπεροπτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερηνορ-έων: ὑπερήνωρ)].
Greek Monotonic
ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, μτχ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμενέων: οντος adj. m неукротимый, буйный (ἄνδρες Hom.).