νηπιαχεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηπῐᾰχεύω:''' φέρομαι παιδιάστικα, [[παιδιαρίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νηπῐᾰχεύω:''' φέρομαι παιδιάστικα, [[παιδιαρίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιᾰχεύω:''' по-детски играть, резвиться как ребенок Hom.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐᾰχεύω Medium diacritics: νηπιαχεύω Low diacritics: νηπιαχεύω Capitals: ΝΗΠΙΑΧΕΥΩ
Transliteration A: nēpiacheúō Transliteration B: nēpiacheuō Transliteration C: nipiacheyo Beta Code: nhpiaxeu/w

English (LSJ)

   A to be childish, play like a child, Il.22.502:—Med., Rh.Mus.1879.195 (Rome).

Greek (Liddell-Scott)

νηπῐᾰχεύω: πράττω τὰ συνήθη τοῖς νηπίοις, Ἰλ. Χ. 502.

French (Bailly abrégé)

agir comme un petit enfant.
Étymologie: νηπίαχος.

English (Autenrieth)

play like a child, part., Il. 22.502†.

Greek Monolingual

νηπιαχεύω (Α)
(το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο-πορεύω)].

Greek Monotonic

νηπῐᾰχεύω: φέρομαι παιδιάστικα, παιδιαρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νηπιᾰχεύω: по-детски играть, резвиться как ребенок Hom.