συγξέω: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειαίνω]] [[κάτι]] με [[ξέση]] ή με [[ροκάνισμα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγξέομαι</i><br />(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[ξύνω]], [[λειαίνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειαίνω]] [[κάτι]] με [[ξέση]] ή με [[ροκάνισμα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγξέομαι</i><br />(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[ξύνω]], [[λειαίνω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγξέω:''' досл. полировать, перен. тщательно отделывать (ἡ [[φράσις]] συνέξεσται Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A smooth by scraping or planing:—Pass., metaph. of style, to be polished, Alcid.Soph.20, D.H.Comp.22, Dem.40, Plu.2.853d.
German (Pape)
[Seite 971] (s. ξέω), durch Schaben, Schnitzen, Hobeln ebnen, poliren; auch vom Styl, feilen, ἡ Μενάνδρου φράσις συνέξεσται, Plut. Ar. et Men. comp. 2; ὀνόματα συνεξεσμένα, Alcidam. de soph. 677, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγξέω: μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λειαίνω, ὁμαλύνω, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ τέλος, πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. συνεξεσμένος;
polir dans toutes ses parties avec soin.
Étymologie: σύν, ξέω.
Greek Monolingual
Α
1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα
2. παθ. συγξέομαι
(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].
Greek Monolingual
Α
1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα
2. παθ. συγξέομαι
(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].
Russian (Dvoretsky)
συγξέω: досл. полировать, перен. тщательно отделывать (ἡ φράσις συνέξεσται Plut.).