προσόν: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(35) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> ό,τι υπάρχει επί [[πλέον]] σε κάποιον και, [[ιδίως]], εξαιρετική [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> απαραίτητο [[εφόδιο]] για να γίνει ή να πράξει [[κανείς]] [[κάτι]], [[καθώς]] και το σχετικό [[επίσημο]] [[τεκμήριο]], όπως λ.χ. [[δίπλωμα]], [[πτυχίο]], [[πιστοποιητικό]] υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη [[θέση]] του διευθυντή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. <i>προσών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[πρόσειμι]]. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> ό,τι υπάρχει επί [[πλέον]] σε κάποιον και, [[ιδίως]], εξαιρετική [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> απαραίτητο [[εφόδιο]] για να γίνει ή να πράξει [[κανείς]] [[κάτι]], [[καθώς]] και το σχετικό [[επίσημο]] [[τεκμήριο]], όπως λ.χ. [[δίπλωμα]], [[πτυχίο]], [[πιστοποιητικό]] υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη [[θέση]] του διευθυντή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. <i>προσών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[πρόσειμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσόν:''' τό [[πρόσειμι]] I] излишек, избыток Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:52, 31 December 2018
Greek Monolingual
το, Ν
1. ό,τι υπάρχει επί πλέον σε κάποιον και, ιδίως, εξαιρετική ιδιότητα ή ικανότητα, προτέρημα, πλεονέκτημα
2. απαραίτητο εφόδιο για να γίνει ή να πράξει κανείς κάτι, καθώς και το σχετικό επίσημο τεκμήριο, όπως λ.χ. δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιητικό υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη θέση του διευθυντή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. προσών, -ούσα, -όν του ρ. πρόσειμι.
Russian (Dvoretsky)
προσόν: τό πρόσειμι I] излишек, избыток Dem.