ἐπιτίτθιος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτίτθιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο [[στήθος]], βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐπιτίτθιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο [[στήθος]], βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτίτθιος:''' <b class="num">II</b> ὁ грудной младенец Theocr.<br />питающийся материнским молоком, грудной ([[παῖς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A at the breast, παῖς AP11.243 (Nicarch.): Subst., ὁ, a suckling, Theoc.24.54.
German (Pape)
[Seite 994] an der Mutterbrust liegend, noch saugend, παῖς, Nicarch. 15 (XI, 243); Theocr. 24, 54.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτίτθιος: -ον, ἐπιμάζιος, ἐπιμαστίδιος, «’ς τὸ βυζί», Λατ. subrumus, παῖδα λιπὼν οἴκοις ἐπιτίτθιον Ἀνθ. Π. 11. 243· ἀπολ., γαλαθηνός, Θεόκρ. 24. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est encore à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, τίτθη.
Greek Monolingual
ἐπιτίτθιος, -ον (Α)
1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο
2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος
βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιτθός «γυναικείος μαστός»].
Greek Monotonic
ἐπιτίτθιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο στήθος, βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτίτθιος: II ὁ грудной младенец Theocr.
питающийся материнским молоком, грудной (παῖς Anth.).