δυστόχαστος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστόχαστος:''' -ον ([[δυσ-]], [[στοχάζομαι]]), [[δύσκολος]] στην [[επίτευξη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυστόχαστος:''' -ον ([[δυσ-]], [[στοχάζομαι]]), [[δύσκολος]] στην [[επίτευξη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυστόχαστος:''' v. l. [[δυσστόχαστος]] 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ [[καιρός]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστόχαστος Medium diacritics: δυστόχαστος Low diacritics: δυστόχαστος Capitals: ΔΥΣΤΟΧΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dystóchastos Transliteration B: dystochastos Transliteration C: dystochastos Beta Code: dusto/xastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à viser, à atteindre, càd à conjecturer.
Étymologie: δυσ-, στοχάζομαι.

Spanish (DGE)

v. δυσστόχαστος.

Greek Monotonic

δυστόχαστος: -ον (δυσ-, στοχάζομαι), δύσκολος στην επίτευξη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυστόχαστος: v. l. δυσστόχαστος 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ καιρός Plut.).