σύγκωλος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]), αυτός που τα [[μέλη]] του είναι [[πολύ]] κοντά το ένα στο [[άλλο]], [[συμπαγής]] στη [[διάπλαση]] του σώματος, σε Ξεν.
|lsmtext='''σύγκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]), αυτός που τα [[μέλη]] του είναι [[πολύ]] κοντά το ένα στο [[άλλο]], [[συμπαγής]] στη [[διάπλαση]] του σώματος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκωλος:''' плотно прилегающий, т. е. прямой, стройный (σκέλη Xen.).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκωλος Medium diacritics: σύγκωλος Low diacritics: σύγκωλος Capitals: ΣΥΓΚΩΛΟΣ
Transliteration A: sýnkōlos Transliteration B: synkōlos Transliteration C: sygkolos Beta Code: su/gkwlos

English (LSJ)

ον,

   A with limbs set close together, σκέλη X.Cyn.5.30.

German (Pape)

[Seite 971] mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκωλος: -ον, εὐπαγής, σκέλη Ξεν. Κυν. 5. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les pattes de devant sont rapprochées en parl. d’un lièvre.
Étymologie: σύν, κῶλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].

Greek Monotonic

σύγκωλος: -ον (κῶλον), αυτός που τα μέλη του είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, συμπαγής στη διάπλαση του σώματος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σύγκωλος: плотно прилегающий, т. е. прямой, стройный (σκέλη Xen.).