εὔπραξις: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔπραξις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[εὐπραξία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὔπραξις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[εὐπραξία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔπραξις:''' εως ἡ Aesch. = [[εὐπραγία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, poet. for εὐπραξία, A.Ag.255 (lyr . . sed scrib. divisim).
German (Pape)
[Seite 1090] ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπραξις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ εὐπραξία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ πρᾶξις, πρβλ. στ. 500,
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. εὐπραξία.
Étymologie: εὔπρακτος.
Greek Monolingual
εὔπραξις, ἡ (Α)
ευπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πράξις].
Greek Monotonic
εὔπραξις: ἡ, ποιητ. αντί εὐπραξία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπραξις: εως ἡ Aesch. = εὐπραγία.